συνεκδαπανώ

συνεκδαπανώ
-άω, Α
κατασπαταλώ, καταξοδεύω συγχρόνως («μήπως τῷ μοχθηρῷ χυμῷ συνεκδαπανήσῃς καὶ τὸν χρηστόν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκδαπανῶ «σπαταλώ, καταξοδεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”